- υπόσκληρος
- ος , ον твердоватый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπόσκληρος — somewhat hard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσκληρος — η, ο / ὑπόσκληρος, ον, ΝΑ [σκληρός] λίγο σκληρός … Dictionary of Greek
ὑπόσκληρον — ὑπόσκληρος somewhat hard masc/fem acc sg ὑπόσκληρος somewhat hard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσκληρα — ὑπόσκληρος somewhat hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένωμος — ἔνωμος, ον (AM) (για καρπό) άγουρος, αγίνωτος αρχ. 1. ο λίγο ωμός 2. (για ψωμί) μισοψημένος 3. (για οίδημα) κάπως σκληρός, υπόσκληρος … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
υποσκληρύνομαι — Α [ὑπόσκληρος] σκληρύνω λίγο … Dictionary of Greek